ἀστρονομικοί

ἀστρονομικοί
ἀστρονομικός
skilled in astronomy
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αστρονομία — Επιστήμη συγγενική με τη φυσική και τα μαθηματικά, που ερευνά τα φαινόμενα των αστέρων· η επιστήμη που μελετά τη φυσική κατάσταση, τη θέση, την κίνηση, τη σύσταση και την εξέλιξη των αστέρων. Η λέξη αστέρες λαμβάνεται εδώ στην όσο το δυνατόν… …   Dictionary of Greek

  • βαβυλώνιος — α, ο (AM βαβυλώνιος, ία, ιον) 1. ο βαβυλωνιακός 2. ως ουσ. ο κάτοικος της Βαβυλώνας ή της Βαβυλωνίας 3. φρ. α) «βαβυλώνιος αἰχμαλωσία» η περίοδος κατά την οποία οι Ισραηλίτες έμειναν εξόριστοι στη Βαβυλώνα (606 538 π.Χ.) β) «βαβυλώνια αἰχμαλωσία… …   Dictionary of Greek

  • Αλ Χάκιμ — (AlHakam). Όνομα ηγεμόνων της αραβικής εποχής. 1. Εμίρης της Κόρντομπα (796 822). Νίκησε στην αρχή τους Φράγκους και τους απώθησε πέρα από τα Πυρηναία, υποχώρησε όμως αργότερα μπροστά στον Λουδοβίκο τον Ευσεβή, o οποίος εισέβαλε στην Καταλανία… …   Dictionary of Greek

  • Ντελάμπρ, Ζαν Μπατίστ Ζοζέφ — (Jean Baptiste JosephDelambre, Aμιέν 1749 – Παρίσι 1822). Γάλλος μαθηματικός και αστρονόμος. Σε συνεργασία με τον αστρονόμο και γεωδαίτη Πιερ Φρανσουά Αντρέ Μεσέν οργάνωσε και διηύθυνε τη μέτρηση του τόξου του μεσημβρινού από τη Δουνκέρκη έως τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”